- ψυχρολόγος
- -ον, Α1. αυτός που εκφράζεται με ψυχρά λόγια με ανούσιες εκφράσεις2. (κατά τον Ησύχ.) «μηδὲν χρήσιμον λέγων».[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχρολόγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρολόγοι — ψυχρολόγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρολογώ — έω, Α [ψυχρολόγος] είμαι ψυχρολόγος*, μιλώ με κρύα, ανούσια λόγια («τοὺς προειπόντας ὡς ψυχρολογήσαντας σκώπτειν θέλει», Σχόλ. Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ψυχρολογία — ἡ, ΜΑ [ψυχρολόγος] ψυχρός λόγος, κρυάδα … Dictionary of Greek